Ἀρχεστράτου

Ἀρχεστράτου
Ἀρχέστρατος
masc gen sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • γαστρονομία — Η τέχνη της παρασκευής των φαγητών έτσι που να γίνονται νόστιμα και ορεκτικά. Ο άνθρωπος της παλαιολιθικής εποχής, επειδή δεν είχε ανακαλύψει ακόμα τη φωτιά, ήταν υποχρεωμένος να τρέφεται με ωμά κρέατα και καρπούς· επομένως η πρώτη στοιχειώδης… …   Dictionary of Greek

  • δειπνολογία — δειπνολογία, η (Α) ονομασία ποιήματος τού Αρχεστράτου με γαστρονομικό περιεχόμενο …   Dictionary of Greek

  • ηδυπάθεια — η (AM ἡδυπάθεια) [ηδυπαθής] απόλαυση, διασκέδαση, ευχάριστη ζωή νεοελλ. 1. ηδονική ζωή, φιληδονία, τάση και ροπή προς τις σαρκικές απολαύσεις 2. νωχέλεια αρχ. 1. ως κύρ. όν. Ἡδυπάθεια τίτλος έργου τού Αρχεστράτου 2. στον πληθ. αἱ ἡδυπάθειαι οι… …   Dictionary of Greek

  • οψοδαίδαλος — ὀψοδαίδαλος, ον (Α) (ως προσωνυμία τού Αρχεστράτου) ο έμπειρος στην παρασκευή εδεσμάτων, επιτήδειος μάγειρος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὄψον «τροφή, έδεσμα» + δαίδαλος] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”